Γνωσιακή-Συμπεριφορική θεραπεία
Η Γνωσιακή-Συμπεριφορική θεραπεία (ΓΣΘ ή CBT) συνιστά ένα ερευνητικά τεκμηριωμένο μοντέλο ψυχοθεραπείας, η αποτελεσματικότητα του οποίου υποστηρίζεται απο πληθώρα μελετών. Αποτελεί ένα συνδυασμό της Γνωσιακής θεραπείας, η οποία εστιάζει στις σκέψεις και τη διάθεση και της Συμπεριφορικής θεραπείας, η οποία στοχεύει στη συμπεριφορά και στις δράσεις στις οποίες προβαίνει το άτομο.
Πρόκειται για μια δομημένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση στην οποία η εστίαση είναι στο παρόν και στην επίλυση των τρέχοντων δυσκολιών που παρεμβαίνουν στην καθημερινότητα των θεραπευόμενων. Σε κάποιες περιπτώσεις κρίνεται,επίσης, ωφέλιμο να διερευνηθούν εμπειρίες του παρελθόντος ,οι οποίες ενδέχεται να συσχετίζονται με τις παρούσες δυσκολίες και χρήζουν προσέγγισης υπο ένα εναλλακτικό πρίσμα.
Το Γνωσιακό-Συμπεριφορικό μοντέλο ψυχοθεραπείας έχει μελετηθεί εκτεταμένα ως προς την αποτελεσματικότητα του απο τότε που δημοσιεύτηκε η πρώτη μελέτη για τη συγκεκριμένη προσέγγιση το 1977.
Προκρίνεται σαν ψυχοθεραπευτικό μοντέλο για τη διαχείριση ενός εκτενούς φάσματος ψυχικών δυσκολιών και διαταραχών όπως ενδεικτικά:
- Mείζων καταθλιτπική διαταραχή
- Γενικευμένη Αγχώδης διαταραχή
- Διατροφικές διαταραχές
- Διαταραχή πανικού
- Άγχος υγείας
- Αγοραφοβία
- Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- Προβληματα μεταξύ ζευγαριών
- Θυμός
- Άγχος του φροντιστή
- Αυπνία
- Ιατρικά προβλήματα που σχετίζονται με ψυχολογικούς παράγοντες (ημικρανία,σωματόμορφες διαταραχές,σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, χρόνιοι πόνοι, πόνοι καρκίνου κλπ)
Κεντρική ιδέα στη ΓΣΘ είναι οτι ο δυσλειτουργικός τρόπος σκέψης είναι κοινό σημείο σε όλες τις ψυχικές δυσκολίες.Πιο συγκεκριμένα, όταν το άτομο βρίσκεται σε μια κατάσταση, η απόκριση που θα έχει σε συναισθηματικό, σωματικό και συμπεριφορικό επίπεδο, εξαρτάται απο τον τρόπο που θα ερμηνεύσει αυτά που λαμβάνουν χώρα και δεν σχετίζεται με την κατάσταση αυτή καθ’αυτή που βιώνει.
Αυτά που λέμε, δηλαδή, στον εαυτό μας, οι εικόνες που περνάνε απο το νού μας, καθώς επίσης και οι κεντρικές πεποιθήσεις που έχουμε διαμορφώσει για τον εαυτό μας και τους άλλους, επηρρεάζουν τελικά το πώς αισθανόμαστε και άρα και το πώς αντιδρούμε.
Όταν, λοιπόν, οι θεραπευόμενοι μαθαίνουν να αξιολογούν τις σκέψεις τους με έναν πιο ρεαλιστικό και προσαρμοστικό τρόπο, επέρχεται βελτίωση τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε συμπεριφορικό επίπεδο.
Στόχος
Έτσι, βασικός στόχος της θεραπείας, είναι ο εντοπισμός αυτών των συχνά αντανακλαστικών και απαρατήρητων σκέψεων, καθώς και η κατανόηση της συσχέτισης μεταξύ της σκέψης, του συναισθήματος και της εκδηλωμένης συμπεριφοράς. Εξετάζονται, δηλαδή, οι προσωπικοί φαύλοι κύκλοι στους οποίους ενδέχεται να εγκλωβίζεται το κάθε άτομο με συνέπεια να βιώνει δυσφορία και να αναπτύσσει μη λειτουργικά μοτίβα συμπεριφοράς.
Οι σκέψεις αυτές αποτελούν μόνο την ”κορυφή του παγόβουνου’‘ και θα τις χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να οδηγηθούμε σε βαθύτερα επίπεδα πεποιθήσεων τα οποία δεν είναι τόσο ευδιάκριτα.
Μέσα απο την ενεργή συμμετοχή του θεραπευόμενου και τη συμμαχία που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο μελών (θεραπευτής-θεραπευόμενος), επιχειρείται η τροποποίηση και η αντικατάσταση των μη λειτουργικών πεποιθήσεων καθώς και μοτίβων συμπεριφοράς, στις οποίες οφείλεται και η χρονιότητα των διάφορων ψυχικών δυσκολιών.
Τα θεραπευτικά οφέλη δεν σταματούν όταν ολοκληρώνεται η εκάστοτε συνεδρία, αλλά γίνεται προσπάθεια να επεκταθούν και κατα τη διάρκεια της εβδομάδας και μέχρι την επόμενη συνάντηση, μέσω της ανάθεσης ”εργασιών για το σπίτι”. Κατόπιν, λοιπόν, κοινής συμφωνίας και σχετικής συζήτησης, το θεραπευόμενο άτομο συνεχίζει να δουλεύει αυτά που προσεγγίστηκαν στη συνεδρία, προχωρώντας σε κάτι συμφωνημένο όπως είναι οι καταγραφές αυτοπαρατήρησης, κάποιο συμπεριφορικό πείραμα κλπ.
Βασικό ζητούμενο είναι, μέσα απο τη ψυχοθεραπευτική διαδικασία, να γίνει το άτομο ο θεραπευτής του εαυτού του, ώστε ακόμα και μετά την ολοκλήρωση των συνεδριών να έχει τα εργαλεία και τις δεξιότητες ώστε να είναι θωρακισμένος απέναντι σε πιθανή μελλοντική υποτροπή.